- οδοντόσπερμο
- τοβοτ. γένος φυτών που συγχωνεύθηκε με το γένος αστερίσκος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. odontospermum (< ὀδούς, ὀδόντος + σπέρμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… … Dictionary of Greek